05 April 2023

Ο Sir Richard Church
και οι Ιρλανδοι Φιλελληνες
στον Πολεμο των Ελληνων
για την Ανεξαρτησια

Patrick Comerford

Εισαγωγή

Σε πολλούς είναι γνωστοί οι Φιλέλληνες – οι ξένοι εκείνοι, που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αλλά λίγοι έχουν υπόψη τους τούς πολλούς Ιρλανδούς που αγωνίσθηκαν στον πόλεμο για την Ελληνική Ανεξαρτησία, ή για τους ρόλους των ως Φιλελλήνων. Διαβάζοντας πολλούς Βρετανούς ιστορικούς συγγραφείς (Βλ. Dakin, 1955 και 1972, Woodhouse, 1969 και St Clair, 1972), είναι εύκολο να πιστέψει κάποιος ότι όλοι οι φιλέλληνες ήταν Βρετανοί ρομαντικοί, από τους οποίους ο πλέον ευγενής και ενθουσιώδης ήταν ο Λόρδος Byron. Ίσως να υπήρξαν μερικοί Αμερικανοί, αλλά οι Γάλλοι ανάμεσά τους εμφανίζονταν ως απατεώνες και κατεργάρηδες, και άλλες εθνότητες, ιδίως οι Ρώσοι, ως ευαισθητοποιημένοι. Αυτή η κατηγοριοποίηση ήταν τόσο αγγλο-κεντρική που, τόσο ο Μπάιρον όσο και ο εκκεντρικός Λόρδος Κόχραν, δεν είναι πλέον Σκωτσέζοι αλλά τιμημένοι Άγγλοι. Το ίδιο και με τους Ιρλανδούς φιλέλληνες, ιδιαίτερα με τον Sir Richard Church (εφεξής: Τσωρτζ) από το Cork: Μία αναμνηστική πλάκα στην Αγγλικανική Εκκλησία του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα αναφέρει ότι ο Τσωρτζ κέρδισε την αγάπη του ελληνικού λαού «για τον ίδιο και για την Αγγλία».

Όμως ο Τσωρτζ ήταν ο κυριότερος Ιρλανδός φιλέλληνας, και τον περιέγραψαν κάποτε ως τον «αρχοντάνθρωπο όλων των αληθινών φιλελλήνων» (Woodhouse, 1969, σ. 157). Και υπήρχαν πολλοί περισσότεροι Ιρλανδοί ήρωες που κατατάχθηκαν σε εκείνες τις τάξεις.

Οι πρώτοι Ιρλανδοί Φιλέλληνες

Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι στις αρχές του 19ου αιώνα, και η κατάληψη των Ιόνιων Νησιών έφεραν τους πρώτους μελλοντικούς Ιρλανδούς φιλέλληνες στην Ελλάδα, συμπεριλαμ-βανομένου του Sir Hudson Lowe (1769-1844) από το Galway. Τον θυμούμαστε συχνά ως δεσμοφύλακα του Ναπολέοντα, αλλά η εκστρατεία του για την κατάργηση της δουλείας έχει λησμονηθεί. Ήταν ο δεύτερος τη τάξει αρχηγός κατά την εκστρατεία για την κατάληψη των Ιόνιων Νησιών, ήταν παρών στην κατάληψη της Κεφαλληνίας, της Ιθάκης και της Λευκάδας, και αργότερα σχημάτισε μια προσωρινή διοίκηση για τα νησιά αυτά. Ο ελληνικός λαός τον εκτίμησε τόσο πολύ, που όταν αυτός απρόθυμα αποχώρησε του.

Ο Lowe συνοδευόταν από τον Richard Church (1784-1873), ο οποίος γεννήθηκε από μια διακεκριμένη οικογένεια Κουακέρων εμπόρων στο Cork. Όταν τα παράτησε όλα για να καταταγεί στον στρατό, προκάλεσε όνειδος στους Κουακέρους γονείς του που αποκηρύχθηκαν ή αφορίσθηκαν για την εξαγορά του αξιώματός του γιού τους. Ως 16χρονος δόκιμος το 1800, επισκέφθηκε την Ελλάδα για πρώτη φορά και έγραψε στους δικούς του: «Οι Έλληνες, που είναι σκλάβοι στους Τούρκους και είναι Χριστιανοί, … είναι λαός γενναίος, έντιμος, ανοιχτός και γενναιόδωρος, και συνεχώς μάς χαρίζουν φρούτα» (Ferriman, 1917, 112· Woodhouse, 1969, 20). Μετά την κατάληψη των Ιόνιων Νησιών από τους Βρετανούς το 1809, ο Τσωρτζ γρήγορα συγκρότησε ένα ελληνικό σύνταγμα ελαφρού Πεζικού και εντός έξι εβδομάδων ανάμειξε τις ελληνικές δυνάμεις στον αγώνα. Διεξήγαγε την απόβαση στη Ζάκυνθο, και συνέχισε να διακρίνεται στην κατάληψη της Ιθάκης και της Κέρκυρας.

Όταν τοποθετήθηκε στη Ζάκυνθο, ο Τσωρτζ άρχισε να παρέχει στρατιωτική εκπαίδευση στους Έλληνες, συμπεριλαμβανομένου του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος πολέμησε και διακρίθηκε κοντά στον Τσωρτζ και τον Lowe στη Λευκάδα και έγινε λοχαγός στο νέο σύνταγμα. Όταν ο Τσωρτζ υπέστη συντριπτικό κάταγμα στον βραχίονα. κατά την επίθεση εναντίον των επάλξεων, έφυγε με αναρρωτική άδεια, επισκέφθηκε την Αθήνα και, ταξιδεύοντας δια μέσου της Βορείου Ελλάδος, ενημέρωσε τη Βρετανική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την επιστροφή του στη Ζάκυνθο, στρατολόγησε περισσότερους Έλληνες, και σύντομα ανέφερε ότι 6.000 έως 8.000 Έλληνες θα μπορούσαν να είχαν στρατολογηθεί· τόσο ενθουσιώδες ήταν το ενδιαφέρον τους. Ένας Έλληνας αρχηγός υποσχέθηκε ότι, εάν ο Τσωρτζ μπορούσε να εκπαιδεύσει τους άνδρες του, θα κέρδιζαν γι’ αυτόν τη φήμη του Μιλτιάδη, του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή. Το 1812 ο Τσωρτζ πήγε στο Λονδίνο και ζήτησε άδεια να συγκροτήσει ένα δεύτερο σύνταγμα. Κατά την αναχώρησή του τού προσφέρθηκε μνημόνιο που τον περιέγραφε ως «ένδοξο αρχηγό» και άλλο ένα που ζητούσε βρετανική βοήθεια για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Αλλά αν και ο Τσωρτζ είχε ανέλθει στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και του είχε δοθεί έγκριση να συγκροτήσει ένα δεύτερο σύνταγμα Ελλήνων, δεν κέρδισε την πολιτική υποστήριξη για την οποία είχε ελπίσει. Κατά την επιστροφή του στη Ζάκυνθο, έμεινε στη Βιέννη με τον κόμιτα Laval Nugent (1777-1862) από την κομιτεία Wicklow, στρατάρχη στον στρατό των Αψβούργων και εφ’ όρου ζωής υποστηρικτή της ελληνικής υπόθεσης.

Τα ελληνικά στρατεύματα του Τσωρτζ κατέλαβαν τους Παξούς και την πόλη της Πάργας στην ξηρά. Αργότερα έφυγε από τη Ζάκυνθο για τη Νάπολη, όπου βοήθησε στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση της Κέρκυρας. Ως τότε ήταν, σύμφωνα με τα λόγια του St Clair, «περισσότερο Έλληνας από τους Έλληνες» (St Clair, 1972, 320). Αγωνίσθηκε παρασκηνιακά χωρίς επιτυχία στο Συνέδριο της Βιέννης για ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο ελληνικό Κράτος. Αντί αυτού, τον διέταξαν να διαλύσει τα ελληνικά συντάγματά του, τα Ιόνια Νησιά έγιναν βρετανικό τσιφλίκι και, με μια πράξη απατηλής προδοσίας, η Πάργα πουλήθηκε στον Αλή Πασά. Απογοητευμένος, o Τσωρτζ έφυγε από την Ελλάδα για στρατιωτική σταδιοδρομία που τον έφερε στην Αυστρία και στην Ιταλία.

Οι Ιρλανδοί Φιλέλληνες συμμετέχουν στον αγώνα

Στο μεταξύ, ένα νέο κύμα Ιρλανδών ριζοσπαστών ανέπτυξε ενδιαφέρον για την Ελλάδα, συμπεριλαμβα-νομένου του Edward Blaquière (+1832), ενός ρομαντικού Δουβλινέζου ναυτικού με καταγωγή από Ουγενότους, του Charles James Napier (1782-1853), από το Celbridge της κομιτείας Kildare, που ήταν πρώτος εξάδελφος του Λόρδου Edward FitzGerald. Ο Μπλακιέρ ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τους Έλληνες επαναστάτες, όταν γνωρίστηκε με τον Ιωάννη Λουριώτη, ο οποίος έκανε έρανο στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Η υπόδειξή του ότι το Λονδίνο ήταν καλύτερο μέρος για έρανο χρημάτων, οδήγησε στον σχηματισμό του Ελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, που έπαιξε σημαντικό ρόλο για την ελληνική υπόθεση. Στους πρώτους Ιρλανδούς που ήταν μέλη της επιτροπής αυτής συμπεριλαμβανόταν ο ποιητής Thomas Moore και ο μελλοντικός Κυβερνήτης των Ιόνιων Νησιών, ο Λόρδος Νugent.

Ο Μπλακιέρ σύντομα κατευθύνθηκε προς την Ελλάδα, σταματώντας στη Γένοβα για να επισκεφθεί τον Μπάιρον, ο οποίος σχεδίαζε να ταξιδέψει στη Λατινική Αμερική. Ο Μπλακιέρ τον έπεισε να επιστρέψει στην Ελλάδα, συμβουλεύοντάς τον να πάει πρώτα στη Ζάκυνθο. Αντίθετα, ο Μπάιρον πήγε με πλοίο στην Κεφαλληνία, όπου Βρετανός κυβερνήτης ή διοικητής ήταν ο Νάπιερ από το Celbridge. Ο Μπάιρον αρχικά έμεινε ως φιλοξενούμενος του Νάπιερ, ο οποίος αργότερα του βρήκε μια βίλα στα Μεταξάτα, νότια από το Αργοστόλι. Εκεί ο Μπάιρον έγραψε: «Ο συνταγματάρχης Νάπιερ και εγώ είμαστε αποφασισμένοι για την υπόθεση της Ελλάδας όσο οποιοσδήποτε άλλος» (Woodhouse, 1969, 102). Μεταξύ των φίλων του Μπάιρον στα Μεταξάτα ήταν ο Ιρλανδός γιατρός τού συντάγματος James Kennedy, ο οποίος τον δίδαξε Νέα Ελληνικά, και μεταξύ των φιλελλήνων που επισκέφθηκαν τον Mπάιρον εκεί ήταν ο δημοσιογράφος από το Μπέλφαστ James Emerson (1804-1869).

Ο Νάπιερ, αντιμετωπίζοντας συνεχή αντίδραση από τους Βρετανούς αξιωματούχους στην Κέρκυρα, ανησυχούσε ότι η παρουσία του Μπάιρον και των επισκεπτών του απειλούσαν την ίδια του τη θέση. Ο Μπάιρον έφυγε από την Κεφαλληνία στις 30 Δεκεμβρίου του 1823 και έφθασε στο Μεσολόγγι στις 5 Ιανουαρίου του 1824, ελπίζοντας ότι σύντομα θα συντροφευόταν από τον Νάπιερ που θα ήταν αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού. Αλλά ο Μπάιρον πέθανε εκεί την Κυριακή του Πάσχα, στις 18 Απριλίου του 1824. Την προηγούμενη ημέρα είχε πει: «Θα ήθελα ο Νάπιερ και ο Χόμπχαουζ να ήταν εδώ, θα διευθετούσαμε σύντομα την υπόθεση αυτή». Τρεις μέρες μετά τον θάνατο του Μπάιρον, ο Μπλακιέρ επέστρεψε στη Ζάκυνθο μεταφέροντας την πρώτη δόση του βρετανικού δανείου. Εντός ολίγων ημερών, το φέρετρο του Μπάιρον άρχισε το ταξίδι του της επιστροφής στην Αγγλία επί του καταστρώματος του πλοίου Florida, αυτού που έφερε τον Μπλακιέρ στην Ελλάδα. Ο Μπλακιέρ τώρα προσπάθησε να στρατολογήσει είτε τον φίλο τού Τσωρτζ, τον κόμιτα Laval Nugent, είτε τον Νάπιερ, ως διοικητή του στρατού.

Ο Νάπιερ είχε φθάσει για πρώτη φορά στα Ιόνια Νησιά το 1819. Σε μια εμπιστευτική αποστολή από την Κέρκυρα στον Αλή Πασά, προσηλυτίσθηκε στην ελληνική υπόθεση και όταν ο πόλεμος της ανεξαρτησίας άρχισε στις 25 Μαρτίου 1821, αυτός άρχισε να παρέχει στρατιωτικές πληροφορίες στους Έλληνες και να δημοσιεύει φυλλάδια στα Αγγλικά, υποστηρίζοντας τον αγώνα. Παρά την εκτίμηση που είχε ως ριζοσπαστικός και φιλέλληνας, ο Νάπιερ διορίστηκε Βρετανός διοικητής της Κεφαλληνίας, όπου υπήρξε «φωτισμένος δεσπότης», κατασκεύασε δρόμους, γέφυρες και δημόσια κτίρια, βοηθούμενος από τον Διευθυντή Δημοσίων Έργων John Pitt Kennedy (1796-1879), γιο ενός ιερωμένου της Εκκλησίας της Ιρλανδίας από το Carndonagh, της κομιτείας Donegal.

Ο Νάπιερ και ο Κέννεντυ ανήγειραν τον κομψό, κυκλικό δωρικό φάρο στον Άγιο Θεόδωρο, μαζί με αγορές, προκυμαία, αποβάθρες, δικαστήρια, φυλακές, νοσοκομεία και σχολεία. Αυτοί άνοιξαν δρόμους στο άλλοτε αδιαπέραστο νησί, δίκτυο δρόμων και γεφυρών, άπλωσαν φαρδείς δρόμους και πλατείες στο Αργοστόλι και στο Ληξούρι, έκαναν μια δεντροφυτεμένη λεωφόρο προς το Μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου. Ο Νάπιερ επίσης κατάργησε τα φεουδαρχικά προνόμια της αριστοκρατίας του νησιού, θέτοντας τη γεωργία σε στέρεες βάσεις. Ο John Αugustus Tool (περ. 1792-1829), ο οποίος ήρθε στην Κεφαλληνία ως μέλος του επιτελείου του Νάπιερ, εργάσθηκε στενά με τον Κέννεντυ για την κατασκευή δρόμων και γεφυρών. Ως τον χειμώνα 1826-1827 ήταν μεταξύ των υποστηρικτών του Καποδίστρια πού οργάνωναν τις δραστηριότητές τους στην Κέρκυρα κάτω από την κάλυψη μιας φιλανθρωπικής επιτροπής.

Ο χρόνος που πέρασε ο Νάπιερ στην Κεφαλληνία «ήταν ίσως ο ευτυχέστερος της ζωής του» (Dictionary of National Biography, xiv, 46). Εκεί ερωτεύθηκε μια Ελληνίδα, την Αναστασία, η οποία έγινε μητέρα των δύο θυγατέρων του. Πολύ αργότερα μετά τον θάνατο τού Μπάιρον, ο Νάπιερ συνέχισε να ελπίζει ότι θα γινόταν αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων, ελπίδες που έτρεφαν και οι φίλοι του μεταξύ της ελληνικής ηγεσίας, συμπεριλαμβανομένου του Καποδίστρια και του Μαυροκορδάτου. Αλλά ο διορισμός δεν ήρθε ποτέ και ο Μπλακιέρ και ο Κολοκοτρώνης, που στράφηκαν πρώτα προς τον Laval Nugent, προσέφεραν μετά τη διοίκηση στον Τσωρτζ. Ο Νάπιερ τελικά έφυγε από την Κεφαλληνία, αφήνοντας πίσω τις γεννημένες στην Ελλάδα θυγατέρες του. Επέστρεφε κάποτε-κάποτε στην Ιρλανδία και επισκεπτόταν τον φίλο του Κέννεντυ στο Glasnevin, αλλά τελικά έγινε γνωστός ως ο Κατακτητής του Sind στην Ινδία.

Ο Τσωρτζ επιστρέφει στην Ελλάδα

Όταν ξέσπασε ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας το 1821, ο Tσωρτζ εξέφρασε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να αναμειχθεί για μια φορά ακόμα στην ελληνική υπόθεση. Ο Μπλακιέρ εργάσθηκε σκληρά πολιτικά για να προσκληθεί ο Τσωρτζ στην Ελλάδα και να ηγηθεί των ενόπλων δυνάμεων, αλλά ενώ αυτός περίμενε στη Ζάκυνθο για την επιστροφή του Tσωρτζ, οι ελπίδες του αποδείχθηκαν μάταιες. Δύο εβδομάδες μετά τον γάμο του Τσωρτζ με την Ελίζαμπεθ Αυγούστα Wilmot, κουνιάδα του κόμιτα του Kenmare, μακρινή συγγενή εξ αγχιστείας του Μπάιρον, και δύο εβδομάδες μετά την πτώση των Αθηνών στους Τούρκους, η ελληνική κυβέρνηση τελικά προσκάλεσε τον Τσωρτζ να αναλάβει τη διοίκηση.

Κατά την περίοδο αυτή της αναμονής, ο παλαιός φίλος του ο Κολοκοτρώνης είχε γράψει στον Τσωρτζ και τον ρωτούσε:

Τί κάνεις; Πού βρίσκεσαι; Η ψυχή μου δεν λείπει ποτέ από σένα. – Εμείς, οι παλαιοί συμπολεμισταί σου... πολεμούμε για τη χώρα μας – την Ελλάδα που είναι τόσο αγαπητή σε σένα! – ώστε να μπορέσουμε να αποκτήσουμε τα δικαιώματά μας ως άνθρωποι και ως λαός και την ελευθερία μας ! – Πώς μπόρεσε η ψυχή σου να αφήσει εσένα να παραμείνεις μακριά από εμάς, και να σε κρατήσει από το να πολεμήσεις μαζί μας; Σε περίμενα εδώ μπροστά σε άλλους Φιλέλληνες… Έλα! Έλα! και φέρε όπλα στην Ελλάδα ή βοήθησέ την με τα ταλέντα σου, τις αρετές σου και τις ικανότητές σου, ώστε να ζητήσεις την αιώνια ευγνωμοσύνη της...» (Dakin, 1955, 137, 141-142· St Clair, 1972, 321).

Εν τούτοις, όταν έμαθε για τις διενέξεις στην ελληνική κυβέρνηση, o Τσωρτζ εγκατέλειψε τα σχέδιά του να πλεύσει στα Ιόνια Νησιά και επέστρεψε στην Αγγλία με την ελπίδα να κάνει προσωπική έκκληση στον Canning εκ μέρους της Ελλάδος. Ο Μπλακιέρ έμενε στη Ζάκυνθο αναμένοντας την άφιξη του Tσωρτς. Αργότερα στάλθηκαν προσκλήσεις προς τον Καποδίστρια να γίνει Πρόεδρος, στον Τσωρτζ να διοικήσει τον Στρατό και στον Κόχραν το Ναυτικό. Και έτσι, σε λιγότερο από τρία χρόνια μετά τον θάνατο τού Μπάιρον, στις 9 Μαρτίου 1827, ο Τσωρτζ αποβιβάσθηκε στην ανατολική Πελοπόννησο. Το επόμενο πρωί, αυτός και ο Κολοκοτρώνης αγκαλιάσθηκαν κάτω από την ίδια τη σημαία πού ο Ιρλανδός είχε δώσει στο φίλο του στα Ιόνια Νησιά πριν από 12 χρόνια και ο Τσωρτζ έγινε δεκτός με επευφημίες ήρωα από τους πρώην συντρόφους του στα ιόνια συντάγματα, όπως τους είπε ο Κολοκοτρώνης: Ο πατέρας μας επιτέλους ήρθε! Δεν έχουμε παρά να τον υπακούωμε και η ελευθερία μας είναι σίγουρη! (Dakin, 1955, 141-143· Daikin, 1972, 56· Woodhouse, 1969, 121, 137· St Clair, 1972, 325).

O Τσωρτζ πήρε μαζί του έναν Ιρλανδό υπασπιστή, τον λοχαγό Charles Ο’Fallon, και έναν δεύτερο Ιρλανδό πλοίαρχο, τον Francis Castle. Αργότερα την ίδια μέρα, ο Tσωρτζ και ο Κολοκοτρώνης, μαζί με τον Μπλακιέρ και άλλες ηγετικές μορφές του αγώνα, γευμάτισαν επί του καταστρώματος του πλοίου Cambrian με τον κυβερνήτη της φρεγάτας, τον αρχιπλοίαρχο Gawin William Rowan Hamilton (1784-1834). Ο Χάμιλτον βρισκόταν στα ελληνικά ύδατα επί επτά ήδη έτη, χρησιμοποιώντας τη θέση του για να υποστηρίζει την ελληνική υπόθεση. Ήταν γιος του ηγέτη ιρλανδικής οργάνωσης, του Αrchibald Hamilton Rowan (1751-1834), και γαμπρός του Sir George Cockburn (1763-1847) από το Shanganagh Castle (βλ. Astbury, 1996).

Ο Κόχραν, που είχε πλεύσει από το Bantry Bay με τον Ιρλανδό γραμματέα του William Bennett Stevenson, έφτασε στο Αιγαίο μία εβδομάδα μετά τον Tσωρτζ, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Πατρικίου το 1827, με το γαλλικό μπρίκι Saveur, του οποίου πλοίαρχος ήταν ένας Ιρλανδός αξιωματικός του Ναυτικού, ο George Τhomas. Στην Αίγινα ο Τσωρτζ και ο Κόχραν αρνήθηκαν να δεχθούν τους διορισμούς τους, ενώ οι ελληνικές παρατάξεις συνέχιζαν να ερίζουν και η υπομονετική μεσολάβηση του Τσωρτζ αφορούσε υρίως στη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων φατριών. Όταν ο Τσωρτζ και ο Μπλακιέρ καταψήφησαν την εκλογή του Καποδίστρια, η άποψη του Τσωρτζ αποδείχθηκε ότι ήταν αποφασιστικής σημασίας, και την ημέρα του Πάσχα, στις 15 Απριλίου του 1827, ο Τσωρτζ ορκιζόταν και αναλάμβανε το αξίωμα.

Μία από τις πρώτες ενέργειες του Τσωρτζ ήταν η καταστρεπτική απόπειρά του να διώξει τις τουρκικές δυνάμεις που πολιορκούσαν τη μικρή ελληνική φρουρά στην Ακρόπολη των Αθηνών. Καθώς ο Κόχραν αμφιταλαντεύθηκε, η ελληνική δύναμη, αποτελούμενη από 10.000 άνδρες, αναστατώθηκε και με μια τουρκική επίθεση οι Έλληνες κατακόπηκαν. Ο Τσωρτζ, ο Ο’Φάλλον και οι άνδρες που βρίσκονταν δίπλα τους σκαρφάλωσαν σε ένα από τα μικρά πλοία πού ήταν στα ανοιχτά, αλλά 700 άλλοι σκοτώθηκαν, συμπεριλαμβανομέ-νων 22 φιλελλήνων. Ένας από τους πρώτους που έτρεξε να υπερασπισθεί τον Τσωρτζ ήταν ο φίλος του ο Μπλακιέρ. Αυστηρός απέναντι στους επικριτές του, ο Τσώρτζ τότε οδήγησε τις δυνάμεις του στην Αίγινα και απέκλεισε τον Κορινθιακό Κόλπο για να εγκαταστήσει νέο στρατηγείο στον Ακροκόρινθο, για να σχεδιάσει εκστρατεία δια μέσου της βορείου Πελοποννήσου και να προκαλέσει νέα εξέγερση. Για μία ακόμα φορά οι ενέργειες του Κόχραν απείλησαν τα σχέδια του Τσωρτζ, άλλα αυτός εξακολουθούσε να ελπίζει να επεκτείνει τον πόλεμο στην Αλβανία, ενθαρρύνοντας την εξέγερσης και εκεί.

Νίκη στο Ναυαρίνο

Μια σημαντική καμπή στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας συνέβη κατά τη ναυμαχία στο Ναυαρίνο. Χάρη κυρίως στις ενέργειες του Χάμιλτον και του Tσωρτζ, μεγάλη τουρκική ναυτική δύναμη περιορίστηκε στον κόλπο του Ναυαρίνου επί ένα μήνα. Τότε, σε μια τετράωρη ναυμαχία το πρωί της 20ης Οκτωβρίου 1827, οι σύμμαχοι εξουδετέρωσαν τον τουρκο-αιγυπτιακό στόλο κατά την τελευταία ναυμαχία της εποχής της ναυσιπλοΐας. Η ναυτική δύναμη της Τουρκίας εξουδετερώθηκε και η ελληνική ελευθερία ήταν αναμενόμενη. O Tσωρτζ χαιρόταν με αυτό που αποκαλούσε «σημάδι ανάμειξης της θείας Πρόνοιας», και σε ένα γράμμα του προς όλους τους Έλληνες αρχηγούς μιλούσε για την «υπερβολική χαρά να ακούει τη βροντή της μάχης» (Woodhouse 1969, 140-141). Σύντομα μετά το Ναυαρίνο, ο Χάμιλτον πέρασε στρατοδικείο αφού εγκατέλειψε το πλοίο Cabriant στα ανοιχτά των ακτών της Κρήτης – τον είχαν υποπτευθεί ότι επέσειε τον δικό του πόλεμο εναντίον του τουρκικού στόλου, παρά τις βρετανικές διαταγές από την Κωνσταντινούπολη, αλλά απαλλάχτηκε των κατηγοριών και μάλιστα τιμητιικά και επέστρεψε στην Ιρλανδία.

Μετά το Ναυαρίνο, o Τσωρτζ πίστευε ότι οι σύμμαχοι θα επέβαλαν κάποιον διακανονισμό στους Τούρκους. Αλλά οι ελπίδες του εξαφανίσθηκαν και ξαναξεκίνησε, όταν έλαβε 100.000 δολάρια και νέα εφόδια από την ελληνική κυβέρνηση. Ο Καποδίστριας έφθασε στην Ελλάδα ως Κυβερνήτης στις 18 Ιανουαρίου του 1828 και για έξι μήνες καθυστέρησε τα σχέδια τού Τσωρτζ, όπως υποσχέθηκε, αλλά δεν παρέδωσε περισσότερες στρατιωτικές δυνάμεις και έναν στολίσκο. Ο Τσωρτζ αφέθηκε να περιμένει και τότε αντιμετώπισε ανοιχτή εξέγερση μεταξύ των ανδρών του που τον κατηγόρησαν για το αποτέλεσμα των καπριτσιόζικων διαταγών από τον Καποδίστρια.

O Tσωρτζ το εύρισκε ολοένα και πιο δύσκολο να συεργάζεται με τον Κυβερνήτη, ο οποίος υπέδειξε, αν στον Τσωρτζ δεν άρεσε το νέο καθεστώς, ήταν ελεύθερος να παραιτηθεί. Αλλά o Τσωρτζ συνέχισε τον αγώνα με αντάρτες στην περιοχή του Αμβρακικού Κόλπου, και αν ο Καποδίστριας του είχε προσφέρειι έστω μέτρια υποστήριξη, ο Ιρλανδός στρατηγός εύκολα θα καταλάμβανε τη Θεσσαλία και μεγάλο μέρος της Ηπείρου. Όμως ο Καποδίστριας προώθησε τον αδερφό του Αυγουστίνο πάνω τόσο από τον Τσωρτζ όσο και από τον Υψηλάντη, και εμπόδισε τη νίκη του Τσωρτζ στη Βόνιτσα. Και, κάνοντας το κακό χειρότερο, ο Κυβερνήτης ήθελε τον κουρασμένο αδερφό του ως αρχηγό ενός στρατού, που δεν είχε ποτέ ρίξει ούτε μία τουφεκιά στη Δυτική Ελλάδα, να παραλάβει την παράδοση των πόλεων που θα είχαν πέσει στον Τσωρτζ. Όταν ο Τσωρτζ έφτασε στο Μεσολόγγι στις 19 Μαΐου 1829, διαπίστωσε ότι η φρουρά είχε συνθηκολογήσει την προηγούμενη ημέρα με τον Αυγουστίνο. Αλλά ο Τσωρτζ ήθελε πολύ να δει το σπίτι όπου είχε πεθάνει ο Μπάιρον και όταν εισήλθε στην πόλη στις 20 Μαΐου, τα στρατεύματα τον υποδέχθηκαν με αυθόρμητες ζητωκραυγές. Τελικά, στο νησί της Αίγινας τον Ιούνιο ο Τσωρτζ πληροφόρησε τον Καποδίστρια ότι δεν μπορούσε πλέον να υπηρετεί υπό την υπάρχουσα κυβέρνηση. Είχε να κάνει με αυτό που περιγράφει ο Dakin ως μία «ασυνήθιστα κακή συμφωνία» και έφυγε από την Ελλάδα σε λίγες μέρες (Dakin, 1955, 181-184 και 1972, 60).

Επιστροφή στην πολιτική

Η εκστρατεία του Τσωρτζ στη δυτική Ελλάδα καθόρισε την ελληνική αξίωση στα σύνορα της στρατηγικής περιοχής του Κόλπου τού Μακρυνόρους. Όμως αυτός θύμωσε όταν έμαθε ότι ο Καποδίστριας ήταν πρόθυμος να δεχθεί προτάσεις πού θα περιόριζαν το νέο ελληνικό κράτος στον Μοριά και θα εξαιρούσαν και τις δύο δυτικές επαρχίες, τις οποίες είχε βοηθήσει να ελευθερωθούν, όσο και τα νησιά της Κρήτης και της Σάμου. Επέστρεψε στη διαφωνία, και τον Φεβρουάριο του 1830, σε ένα πρόχειρα σχεδιασμένο φυλλάδιο, ισχυριζόταν ότι, το να επιβάλει και πάλι τον τουρκικό ζυγό σε έναν λαό που είχε πρόσφατα ελευθερωθεί, ήταν έγκλημα εναντίον ενός έθνους και έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας. Ο γυναικάδελφός του Sir Robert Wilmot-Ηorton (1784-1841) παρουσίασε ένα σχέδιο του φυλλαδίου στον πρίγκιπα Λεοπόλδο του Saxe-Coverg, ο οποίος ήλπιζε να γίνει βασιλιάς της Ελλάδας. Εντός δύο ημερών ο Λεοπόλδος απέσυρε τυπικά το όνομά του, διατυπώνοντας την άποψή του με λόγια που ήταν παράφραση τού φυλλαδίου τού Τσωρτζ. Ο Λεοπόλδος αργότερα έγινε βασιλιάς του Βελγίου. Όσον αφορά τον Τσωρτζ, επέστρεψε στην Ελλάδα μόνιμα για να αναλάβει ενεργό στρατιωτική και πολιτική σταδιοδρομία.

Το 1833, ο Όθων της Βαυαρίας έφθασε ως ο νέος Έλληνας μονάρχης. Έναν χρόνο αργότερα, όταν η Αθήνα αντικατέστησε το Ναύπλιο ως πρωτεύουσα, μόνο εφτά από τους πολλούς φιλέλληνες, οι οποίοι είχαν νωρίτερα πολεμήσει για την Ελλάδα, παρέμειναν στο νέο κράτος και από αυτούς τους εφτά οι δύο ήταν οι Ιρλανδοί: ο FitzGibbon και ο Τσωρτζ. Ο Rowan Hamilton πέθανε εκείνο το έτος στο Killyleagh Castle της κομιτείας Down, ο Νάπιερ ήταν στη Νορμανδία και έγραφε ποίηση και ιστορικά μυθιστορήματα, και ο Μπλακιέρ πνίγηκε το προηγούμενο έτος σε ένα σκάφος που έμπαζε νερά, αγωνιζόμενος για φιλελεύθερο σκοπό στην Πορτογαλία.

O Τσωρτζ είχε γίνει Έλληνας πολίτης και το 1834 αυτός και η γυναίκα του μετακόμισαν στην οδό Σχολείου αριθμός 5, σε ένα σπίτι που ανήκε στον Σκωτσέζο ιστορικό George Finley, κοντά στην οδό Αδριανού στην Πλάκα και κάτω από την Ακρόπολη. Υπήρχαν φήμες ότι ο Τσωρτζ θα αναλάμβανε την αρχηγία του στρατού και πάλι, αλλά ενώ αυτό ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, ο νέος βασιλιάς αποκατέστησε τον Τσωρτζ στον βαθμό του στρατηγού. Ο Τσωρτζ έγινε επίσης σύμβουλος του Κράτους, στρατιωτικός διοικητής της Ρούμελης και, το 1836 Γενικός Επιθεωρητής του Στρατού.

Ο Όθωνας αποδείχθηκε ότι φερόταν με δεσποτικό τρόπο και ο Τσωρτζ έπαιξε έναν φανερό ρόλο στο πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του 1843. Έγγραφο το οποίο περιείχε αξιώσεις για μεταρρυθμίσεις προσκομίσθηκε στο παλάτι από τον Τσωρτζ και από δύο άλλους ηγέτες της επανάστασης, δίνοντας στον βασιλιά την ευκαιρία να διαλέξει την αποδοχή των μεταρρυθμί-σεων ή την απόρριψη, αλλά για τον ρόλο τού Τσωρτζ ο Όθων δεν θα είχε καμία απολύτως άλλη επιλογή. Ο Όθων επέζησε και αργότερα πήρε την εκδίκησή του εναντίον του Τσωρτζ, διώχνοντάς τον από τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή. Όμως ο ελληνικός Τύπος έκανε τα πάντα να απολογηθεί στον Tσωρτζ για τη μεταχείριση την οποία είχε αυτός λάβει. Αλλά ο Τσωρτζ παρέμεινε εφ’ όρου ζωής γερουσιαστής και Έλληνας πολίτης και κατά την έκρηξη του Κριμαϊκού πολέμου ο Όθων τον ανακάλεσε ως στρατηγό, σε βαθμό που δεν δόθηκε σε κανέναν άλλον ξένο. Μια λαϊκή εξέγερση το 1862 τελικά ανάγκασε τον Όθωνα να εγκαταλείψει την Ελλάδα.

Ο Τσωρτζ εξακολουθούσε να ζει στην Αθήνα κατά την αποστρατεία του. Λέγεται ότι ξόδεψε 10.000 λίρες από την τσέπη του για την υποστήριξη του ελληνικού αγώνα, αλλά ο ίδιος είπε για τον εαυτό του:

«Δεν λυπάμαι που θυσίασα τα πάντα για τον αγώνα πού αγκάλιασα … Παρ’ όλα όσα συνέβησαν, αν επρόκειτο να ξαναγίνουν, ευχαρίστως θα αναλάμβανα εθελοντικά τις ίδιες δυσκολίες και κινδύνους, και αν ακόμα αναμενόταν να καταστραφεί η οικογενειακή μου τύχη» (Dakin, 1955, 219-220· Woodhouse, 1969, 159· Dakin 1972, 159).

O Tσωρτζ πέθανε σε ηλικία 90 ετών στις 27 Μαρτίου 1873. Κηδεύθηκε δημοσία δαπάνη και ετάφη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, κοντά στον Κολοκοτρώνη και στους ήρωες του Αγώνα της Επανάστασης. Ο Ιωάννης Γεννάδιος, στον επικήδειο λόγο του τον περιέγραψε ως τον «πιο αληθινό Έλληνα, τον πιο σταθερό και πλέον αφοσιωμένο από τα παιδιά της Ελλάδας» (Dakin, 1955, 220). Ακόμα και ο Finley συγκινήθηκε και διόρθωσε μια προηγούμενη ρήξη της φιλίας του, δηλώνοντας: «Δεν μπορούσε να υπάρχει πιο ευγενική καρδιά και νομίζω ότι ήταν ένα τέλειο πρότυπο αυτού που ο ίδιος θεωρούσε τον τέλειο ιππότη» (Dakin, 1955, 219-220· Woodhouse 1969, 159).

Μερικοί άλλοι Φιλέλληνες

Υπήρξαν και άλλοι διακεκριμένοι Ιρλανδοί φιλέλληνες. Εξέχοντες μεταξύ αυτών ήταν οι συγγενείς James Emerson, αργότερα James Emerson Tennent (1804-1869), και Robert James Tennent (1803-1880), ο οποίος είχε την ιδιότητα του πολεμικού ανταποκριτή στις εφημερίδες του Λονδίνου για τους πολέμους στην Ελλάδα. Εκτός από τους Χάμιλτον και Μπλακιέρ, και άλλοι Ιρλανδοί αξιωματικοί του Ναυτικού πολέμησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου της Ανεξαρτησίας. Ο George Thomas εφοδίασε τη γαλλική φρεγάτα Saveur (Σωτήρ) για τον Κόχραν και αργότερα βύθισε εφτά τουρκικά σκάφη στον Πατραϊκό Κόλπο. Ο Charles O’Fallon ήταν υπασπιστής τού Τσωρτζ, ο Francis Castle κατατάχθηκε στις ελληνικές δυνάμεις πολύ νωρίτερα από τον Τσωρτζ ή τον Κόχραν. Ο Francis Kirkpatrick ακολούθησε τον Τσωρτζ στην Ελλάδα το 1827 και ο Gibbon FitzGibbon (1802-1837), ο γιος ενός εξέχοντος καθολικού δικηγόρου του Δουβλίνου, υπηρέτησε στο ελληνικό Ναυτικό μέχρι το θάνατό του το 1837. Και υπήρχαν διοικητικοί - κλειδιά από την Ιρλανδία στα Ιόνια Νησιά με ανοιχτές φιλελληνικές συμπάθειες, συμπεριλαμβανομένου του Λόρδου Nugent από το Westmeath, του υποκόμιτα Kirkwall από την κομιτεία του Tipperary, του Sir John Young από την κομιτεία Kavan, και μιας κόμισσας πού βρήκε τον δρόμο της από το Tipperary στη Ζάκυνθο.

Ο Ιρλανδός στρατηγός και ποιητής Λόρδος Nugent, φιλέλληνας και ένας από τα πρώτα μέλη του Ελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, ήταν μεταξύ των πρώτων Βρετανών κυβερνητών των Ιόνιων Νησιών. Ως Λόρδος Ύπατος Αρμοστής από το 1832 ως το 1835, ο Nugent δεξιώθηκε τον βασιλιά Όθωνα στη βίλα τού Σολωμού στη Ζάκυνθο, και ίσως να ήταν εκεί όπου ο Nugent σύστησε την Ελίζα – Δωροθέα Tuite, από το Nenagh της κομιτείας Tipperary στον κόμιτα Τζιοβάννι Σαλομό ή Σολωμό της Ζακύνθου. Παντρεύτηκαν το 1838, δίνοντας στους Ιρλανδούς φιλέλληνες μία ενδιαφέρουσα οικογενειακή σχέση με τον Διονύσιο Σολωμό, συνθέτη του Ύμνου εις την Ελευθερίαν, του ελληνικού εθνικού ύμνου.

Ο σερ George FitzMaurice (1827-1889), γνωστός για το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του ως υποκόμης Kirkwall και αργότερα έκτος κόμης του Orkney, ήταν μία από τις σπουδαίες ιρλανδικές μορφές στην Ελλάδα αμέσως μετά την ανεξαρτησία. Πέρασε τέσσερα χρόνια ως δημόσιος υπάλληλος στα Ιόνια Νησιά κατά τη δεκαετία του 1850 και άφησε μια εκτενή περιγραφή της ζωής στα νησιά πριν ενωθούν με την Ελλάδα. Ο σερ John Young (1807-1876), από το Βailieborough της κομιτείας Cavan, ο οποίος ήρθε στα Ιόνια Νησιά το 1855, ήταν ένας καλοκάγαθος, αν και αναποτελεσματικός μεταρρυθμιστής. Το 1857 ελευθέρωσε εξέχοντες πατριώτες, ριζοσπαστικούς και δημοσιογράφους από την Κεφαλληνία, που είχαν φυλακισθεί ή είχαν εξορισθεί. Όμως, σε μια αναφορά προς τον Βρετανό Υπουργό των Αποικιών, ο Young συνιστούσε η Κέρκυρα και οι Παξοί να μετατραπούν σε πλήρεις βρετανικές αποικίες. Όταν η αναφορά αυτή διέρρευσε, ήταν αδύνατο αυτός να διατηρηθεί και αντικαταστάθηκε από τον Gladstone. Όμως, οι άκαιρες προτάσεις του Young επέσπευσαν το αναπόφευκτο, και τα Ιόνια Νησιά ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1864, κάνοντας πραγματικότητα τις ελπίδες του Τσωρτζ και του Νάπιερ, που κάποτε έτρεφαν για τη Ζάκυνθο και την Κεφαλληνία.

Ο σερ Thomas Wyse (1791-1862), από το Waterford, έπαιξε έναν ρόλο - κλειδί κατά τη διάρκεια των δεκαετιών αμέσως μετά την ελληνική ανεξαρτησία. Πρωτοεπισκέφθηκε την Αθήνα, τα ελληνικά νησιά και την Κωνσταντινούπολη το 1818. Μετά από ατυχή γάμο με την ανιψιά τού Ναπολέοντα και για λίγον χρόνο ως μέλος του Κοινοβουλίου για το Tipperary και το Waterford, επέστρεψε στην Αθήνα το 1849 ως Βρετανός διπλωματικός εκπρόσωπος ή πρέσβυς. Αναμείχθηκε στην υπόθεση Ντον Πατσίφικο το 1850 και στον σχεδιασμό από κοινού κατάληψης του Πειραιά από τη Βρετανία και τη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου. Αφιέρωσε όμως το υπόλοιπο της ζωής του βοηθώντας ελληνικές καλλιτεχνικές, λογοτεχνικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες και κηδεύθηκε δημοσία δαπάνη στην Αθήνα το 1862.

Λίγους μήνες μετά τον θάνατο τού Wyse, ο Όθων αναγκάσθηκε να εκθρονισθεί. Όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις συζητούσαν ποιος θα ήταν ο επόμενος βασιλιάς, μια ιδιάζουσα πρόταση προήλθε από τη Γαλλία: 50 μέλη της κινήσεως “Felibrige” δημοσίευσαν επιστολή η οποία έγραφε: «Ως απόγονοι μίας στην Προβηγκία γεννημένης Βασίλισσας της Ελλάδας, διεκδικούμε το δικαίωμα και τον χρίομεν διάδοχον… αυτός είναι ποιητής, ωραίος σαν τον Άδωνι και ικανός να παλινορθώσει στην Ελλάδα τον αιώνα του Περικλέους». O μελλοντικός βασιλιάς της Ελλάδας ήταν ο γιος του Wyse που γεννήθηκε στο Waterford, o William Charles Bonaparte Wyse (1826-1892).

Η ιρλανδική έλξη;

Αντίθετα από τον Μπάιρον, λίγοι από τους Ιρλανδούς φιλέλληνες ήταν ρομαντικοί: τα κίνητρά τους ήταν περισσότερο πολιτικά και ενίοτε ακόμα και θρησκευτικά. Μερικοί είχαν στενούς δεσμούς με τους Ριζοσπαστικούς Ενωμένους Ιρλανδούς της Επανάστασης του 1798, συμπεριλαμβανομένου του Hamilton, που ήταν γιος τού Αrchibald Hamilton Rowan. Ο Νάπιερ, πρώτος εξάδελφος τού Λόρδου Edward FitzGerald κάποτε έγραψε: «Οι Έλληνες είναι περισσότερο σαν τους Ιρλανδούς από οποιονδήποτε άλλον λαό, τόσο όμοιοι ακόμα και στην καταπίεση που υφίστανται, ώστε αφού δεν μπορούσα να κάνω καλό στην Ιρλανδία, η επομένη ευχαρίστηση ήταν να υπηρετήσω ανθρώπους που στενάζουν κάτω από παρόμοια τυραννία» (Lawrence, 1952, 65). Αυτός διατήρησε μία εφόρου ζωής τρυφερή φιλία με την θυγατέρα τού FitzGerald, Πάμελα, μία από τους τελευταίους ανθρώπους που τον επισκέφθηκαν στο κρεβάτι τού θανάτου του. Ο James Emerson, αργότερα Sir James Emerson Tennent, σχετιζόταν με τους δύο Ενωμένους Ιρλανδούς ηγέτες τού Μπέλφαστ, τον William Tennent και τον Henry Joy McCracken.

Ο Τσωρτζ, ο Νάπιερ και πολλοί από τους Ιρλανδούς φιλέλληνες ήταν ριζοσπαστικοί Ουίγοι μάλλον παρά Ιρλανδοί εθνικιστές. Το 1825, ενώ ο Νάπιερ βρισκόταν στο Λονδίνο, ο Lowe προσπάθησε να τον επισκεφθεί, αλλά ο Νάπιερ αρνήθηκε την επίσκεψη, εξηγώντας: «Δεν είναι πρόθεσή μου να συνωμοτώ με δεσμοφύλακες» (Ferriman, 1917, 27). Άλλοι ριζοσπαστικοί Ουίγοι ήταν ο Λόρδος Νugent, πρόμαχος της Καθολικής Χειραφέτησης και της κατάργησης της δουλείας και της θανατικής ποινής. Ο Μπλακιέρ, ο Τσωρτζ και άλλοι επίσης παρακινούνταν από την βαθιά τους χριστιανική πίστη. Ο Τσωρτζ, ο οποίος συχνά ταξίδευε με τίποτε άλλο εκτός από την Αγία Γραφή και το σπαθί του, πίστευε ότι ο ελληνικός αγώνας ήταν ένας ιερός πόλεμος και έβλεπε τον εαυτό του ως σταυροφόρο. Οι Ιρλανδοί αυτοί φιλέλληνες μοιράζονταν επίσης μια απλή και γνήσια αγάπη για την Ελλάδα. Ο Τσωρτζ έγραψε στην αδερφή του: «Οι Έλληνες, οι οποίοι είναι σκλάβοι στους Τούρκους και είναι Χριστιανοί, είναι τόσο αντίθετοι άνθρωποι όσο είναι δυνατόν –γενναίοι, τίμιοι και ανοιχτά γενναιόδωροι άνθρωποι» (Ferriman, 1917, 112· Woodhouse 1969, 20).

O Νάπιερ συνέκρινε τους Έλληνες με τους δικούς του ανθρώπους:

«Οι εύθυμοι Έλληνες... αξίζουν όσο όλα τα άλλα έθνη μαζί. Μου αρέσει να τους ακούω. Μου αρέσουν τα αστεία τους, το καλό τους χιούμορ, οι ιρλανδικοί τους τρόποι, επειδή είναι πολύ όμοιοι με τους Ιρλανδούς. Όλες οι κακές συνήθειές τους είναι βενετσιάνικες. Το πνεύμα τους, η ευγλωττία τους, η καλόβουλη διάθεσή τους είναι δικά τους» (Lawrence, 1952, 62).

Ο ίδιος κάποτε δήλωσε επίσης: «Είμαι Έλληνας ως τα νύχια των ποδιών μου και ως το μεδούλι των οστών μου» (Φόρτου, 2000, 66-69). Ο Μπλακιέρ επικρίνεται από τον St Clair ως «αφελής και επιπόλαιος κουτσομπόλης» και «ψεύτης και κατεργάρης» πού ποτέ δεν κατάλαβε το υπόβαθρο των αιτίων του ελληνικού αγώνα (St Clair, 1972, 144, 146, 208). Αλλά κανείς δεν μπορεί να έχει αντίρρηση για τη γνήσια αγάπη του για την Ελλάδα· γι’ αυτόν ο αγώνας της Ελλάδας ήταν «ο πιο ένδοξος πού κόσμησε ποτέ τις σελίδες της ιστορίας [και] δεν θα πρέπει να θυσιάζεται στον ανίερο βωμό της πλεονεξίας, του φθόνου ή της αγνωμοσύνης» (Blaquière, 1825, xiv). Η Ελλάδα ήταν, σύμφωνα με τους βιβλικούς όρους, η χώρα όπου έτρεχε το γάλα και το μέλι, και η Κρήτη ήταν «το πιο παραγωγικό και όμορφο σημείο επί της γης» (Blaquière, 1824, 301-302).

Η ιρλανδική κληρονομιά

Αντίθετα με τη μνήμη του Μπάιρον και του Κόχραν, η μνήμη τού Τσωρτζ και των άλλων φιλελλήνων της Ιρλανδίας έχει παραμεληθεί στη χώρα που τους γέννησε. Υπάρχουν ανδριάντες του Νάπιερ στην Πλατεία Τραφάλγκαρ και στον καθεδρικό ναό τού Αποστόλου Παύλου στο Λονδίνο, αλλά εκτός από το ολόσωμο πορτρέτο τού James Emerson στο Δημαρχείο του Μπέλφαστ, οι Ιρλανδοί φιλέλληνες είναι χωρίς κάποιο δημόσιο μνημείο στην πατρίδα τους. Τα έγγραφα του Τσωρτζ παραμένουν στο Βρετανικό Μουσείο σχεδόν αδημοσίευτα και αυτός δεν υπήρξε ποτέ αντικείμενο μιάς σημαντικής μελέτης ή βιογραφίας.

Στην Αθήνα έγιναν τα αποκαλυπτήρια μιας αναμνηστικής πλάκας από τον Gladstone στην Εκκλησία του Αποστόλου Παύλου, όπου υπάρχουν δύο σειρές παραθύρων στη μνήμη του, εικόνες από την Παλαιά Διαθήκη, οι οποίες παριστάνουν τους Έλληνες ως τον περιούσιο λαό και την Ελλάδα ως γη της επαγγελίας, ενώ o Τσωρτζ παρουσιάζεται ως Χάλεβ, που τους βοηθά να καταλάβουν τη χώρα από την φυλή Γαδ ή, όπως ο Δαβίδ, ο οποίος, παρ’ όλο το μικρό ανάστημά του, νικά τους κραταιούς Φιλισταίους. Το συμπέρασμα είναι ότι οι Τούρκοι ήταν παρόμοιοι με τους Αμαλεκίτες ή τους Φιλισταίους, οι οποίοι στέρησαν από τον Περιούσιο Λαό τη Γη της Επαγγελίας. Στα δύο βόρεια παράθυρα απεικονίζονται ο Ωσηέ και ο Χάλεβ (Αριθμοί, 34: 19· Ωσηέ, 15: 13 και εξής)· η μπρούτζινη ταμπέλα πιο κάτω φέρει την επιγραφή που συνέταξε ο Gladstone:

«Το παράθυρο αυτό είναι αφιερωμένο από τη Βρετανική Κυβέρνηση στη μνήμη του Sir Richard Church, ο οποίος μετά από διακεκριμένη υπηρεσία στον Βρετανικό Στρατό στις ακτές της Μεσογείου, αφιέρωσε τον εαυτό του στην Επανάσταση της Ελλάδας ως στρατιωτικός και πολίτης, και κέρδισε, με το παράδειγμα ενός μακρού και ευγενούς βίου, την αγάπη του λαού της για τον ίδιον και για την Αγγλία - 1873».

Τα νότια παράθυρα, τα οποία δωρίθηκαν το 1875 από την οικογένεια Τσωρτζ, δείχνουν τον Γεδεών, ο οποίος αρνήθηκε το στέμμα, αφού απελευθέρωσε τους Ισραηλίτες από τους Μαδιανίτες, και τον Δαβίδ να κρατά το κομμένο κεφάλι του Γολιάθ. Κάτω από τον Γεδεών υπάρχει μία αναπαράσταση της ιστορίας (Κριταί 6: 38), αναφορά στις απαιτήσεις του Tσωρτζ, η Ελλάδα να έχει τα ευρύτερα σύνορα που είναι δυνατόν. Κάτω από τον Δαβίδ υπάρχει μια παράστασή του να σφάζει τον Γολιάθ, υπαινιγμός στο γεγονός ότι ο Τσωρτζ ήταν μεν μικρόσωμος στο ανάστημα, αλλά νίκησε την οθωμανική δύναμη.

Ο χορταριασμένος τάφος του Τσωρτζ σημαδεύεται με μια ψηλή, λεπτή κολόνα, με σκαλισμένο το προφίλ του, όπου στην κορυφή υπάρχουν ελληνικός σταυρός και στεφάνι. Μία απλή επιγραφή γράφει:

Ώδε κείται εν ειρήνη και πίστει ο Στρατηγός Ριχάρδος Τσωρτζ, αφιερώσας εαυτόν και πάντα τα εαυτού υπέρ τής από της δουλείας απελευθερώσεως φυλής χριστιανικής, συντελέσας ίνα η Ελλάς καταστή έθνος, ζήσας όπως υπηρετήση αυτήν και αποβιώσας μεταξύ του λαού αυτής.

Tο κάποτε γραφικό σπίτι του στην Πλάκα έχει από καιρό εγκαταλειφθεί και οι τοίχοι καλύπτονται από γκράφιτι.

Η οδός «Τσωρτζ», πλησίον της Ομονοίας και του Πολυτεχνείου των Αθηνών, δόθηκε προς τιμήν του, χρησιμοποιώντας μεταγραφή τού ονόματός του, όπως ο ίδιος το έγραφε στα Ελληνικά. Η γραφή Τσωρτζ παραμένει στις ταμπέλες σήμανσης στα Ελληνικά σε κάθε άκρη της οδού, αλλά στις περισσότερες στήλες και στους χάρτες η λέξη Church έχει άσχημα μεταγραφεί από τα Ελληνικά στα Αγγλικά ως ‘George’, παρά ως ‘Church’.

Τα ενθύμια που ακόμα παραμένουν για τον Νάπιερ και τον Κέννεντυ είναι οι δρόμοι και οι γέφυρες στην Κεφαλληνία και ο φάρος του Αγίου Θεοδώρου. Oι Κήποι τού Νάπιερ δόθηκαν στο Αργοστόλι το 1906 από τη γεννημένη στην Ελλάδα κόρη του. Κατά τα πρόσφατα χρόνια οι Κήποι αναδιαμορφώθηκαν από τον Δήμο Αργοστολίου και διακοσμήθηκαν από έναν παλιό, ανακαινισμένο ανδριάντα τού Νάπιερ. Ίσως το μνημείο που παραμένει γι’ αυτούς τους Ιρλανδούς φιλέλληνες είναι ότι η Ελλάδα είναι ελεύθερη, αλλά αυτοί αξίζουν περισσότερη γενναιόδωρη δημοσία αναγνώριση για τη συμμετοχή τους στον αγώνα για την ελευθερία που χαιρόμαστε στις δύο αυτές χώρες και που τις ονομάζω πατρίδες μου.

(The Lure of Greece. Irish Involvement in Greek Culture, Literature, History and Politics. Published by Hinds Publishing, 13 Carlisle Avenue, Dublin 4, Ireland).

Μετάφραση από την αγγλική γλώσσα: Πανοσ Καραγιωργοσ

Βιβλιογραφία

Astbury, R., ‘Sir George Cockburn: An Irish Traveler and Collector’, Classics Ireland 3, 1-17, 1996.

Blaquière, E., The Greek Revolution, its origins and program, London, 1824.

Blaquière, E., Narrative of the second visit to Greece, London, 1825.

Dakin, D., British and American Philhellenes during Greek War of Independence, 1821-1833, Θεσσαλονίκη, 1955.

Dakin, D., The Unification of Greece 1770-1923, E. Benn, London, 1972.

DNB: Dictionary of National Biography.

Ferriman, Z.D., Some English Philhellenes, Anglo-Hellenic League, London, 1917.

Fortou, O., ‘I am a Greek down to the nails of toes and the marrow of my bones’, 66-9 in Odyssey: Kephalonia – Ithaka, Αργοστόλι, 2000.

Lawrence, R.N., Charles Napier, Friend and Fighter, 1782-1853, Murray, London, 1952.

St Clair, W., That Greece might still be free: The Philhellenes in the War of Independence, Oxford and London, 1972.

Woodhouse, C.M., The Philhellenes, Hodder & Stoughton, London, 1969.


Πάτρικ Κόμερφορντ είναι Αγγλικανός Ιερέας, θεολόγος και ιστορικός. Τορα ζει ος συνταξιουχος στην Αγγλία, εισαι προην επικουρος καθηγητης στο Trinity College του Δουβλίνου και πρώην σιντάκτης του Foreign Desk της εφημερίδας The Irish Times. Επισκέπτεται τακτικά την Ελλάδα και έχει δημοσιεύσει για την ελληνική ιστορία σε πολλά βιβλία και περιοδικά. www.patrickcomerford.com

Patrick Comerford, the Revd Canon Professor, is an Anglican priest, theologian and historian. Now living in retirement in England, he is a former Adjunct Assistant Professor in Trinity College, Dublin, and a former Foreign Desk Editor of The Irish Times (Dublin). He is a regular visitor to Greece, and has contributed to many books and journals on Greek history. www.patrickcomerford.com


<<Ο Sir Richard Church και οι Ιρλανδοι Φιλελληνεσ στον Πολεμο των Ελληνων για την Ανεξαρτησια>>, pp 53-75, in Πανος Καραγιώργος και Patrick Comerford, Ο Φιλελληνισμοσ και η Ελληνικη Επανασταση του 1821 (Θεσσαλονικη: Εκδοτικοσ Οικοσ Κ κ Σταμουλη, 2023, 78 pp), ISBN: 978-960-656-115-9.

1 comment:

Prof. Panos Karagiorgos said...

SOME TYPOS SHOULD BE CORRECTED PLEASE, PANOS KARAG|ORGOS